- πανθεϊσμός
- Δοξασία που τείνει να θεοποιήσει το σύμπαν και στην οποία φτάνει κανείς με τον φιλοσοφικό στοχασμό, ξεπερνώντας, εσωτερικά, μια πολυθεϊστική θρησκεία. Στον πολυθεϊσμό, οι θεοί ενυπάρχουν στη φύση, είναι οι ίδιες οι μορφές της φυσικής πραγματικότητας· η έξαρση ενός θεού ως το σημείο να απορροφήσει ή να αρνηθεί τους άλλους, μπορεί να οδηγήσει στον π., στην ταύτιση δηλαδή του σύμπαντος στο σύνολό του με μια μόνο θεία μορφή. Αυτό συνέβη στην αρχαία Ελλάδα, όπου μερικά φιλοσοφικά ρεύματα (προπάντων των στωικών) τόνιζαν ιδιαίτερα την εξουσία του βασιλιά των θεών Δία, τόσο που να τον ταυτίζουν με τον ίδιο τον κόσμο. Ο αρχαίος π., που βρίσκεται στη βάση του νεοπλατωνισμού, έφτασε μέχρι τον μεσαιωνικό και σύγχρονο πολιτισμό που είναι επηρεασμένοι από τον χριστιανισμό. Εδώ, απέναντι στην υπερβατικότητα του χριστιανικού θεού, ωρίμασε πιο συνειδητά η ιδέα μιας μόνιμης και καθολικής θεϊκής παρουσίας και ο π. αποτέλεσε την αντίθεση της μονοθεϊστικής αντίληψης για έναν προσωπικό και υπερβατικό θεό.
Ένα είδος π. βλέπουμε επίσης και στον ινδικό βραχμανισμό, που αναπτύχθηκε και ξεπέρασε, από πανθεϊστική άποψη, τον πολυθεϊσμό που υπάρχει στις Βέδες. Εξάλλου στη δημοτική ποίηση των λαών (μεταξύ των πρώτων και στην ελληνική) είναι φανερά τα κατάλοιπα μιας αρχέγονης πανθεϊστικής πίστης, και τα οποία που έχουν λάβει πλέον τη μορφή ποιητικών εικόνων και υπερβολών (μάλωμα των βουνών, ανθρώπινη μιλιά των πουλιών, αισθητικότητα των άψυχων πραγμάτων κ.ά.).
* * *ο(φιλοσ.) κοσμοθεωρία σύμφωνα με την οποία η δημιουργός δύναμη, δηλ. ο θεός, ταυτίζεται απολύτως με το ενεργό σύμπαν, δηλ. τον κόσμο, και αποτελεί μαζί με αυτόν αδιαιρέτως κάτι το αιώνιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pantheisme (< παν-* + θεός + -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].
Dictionary of Greek. 2013.